24ωρες... ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΑ...ΣΤΕΙΛΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΣΟΥ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΕΙΔΗΣΗ...Συνεχής ροή Ειδήσεων από όλο τον Κόσμο.. Σελίδα Ενημέρωσης Και Σάτιρας...

Σάββατο

Οι κλέφτες - ΠΡΟΣ κ.υπουργο ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

Οι κλέφτες - Τρεις μήνες με τα μέλη μιας συμμορίας

Κείμενο –φωτογραφίες: Αλεξία Τσαγκάρη

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010
Τελευταία ενημέρωση: 23/01/2010 10:45

Μέσα στο πυκνό σκοτάδι της νύχτας και πίσω από τις σκιές κάνουν την εμφάνισή τους. Τριγυρίζουν στους δρόμους της πόλης μέχρι το χάραμα, παραφυλάνε στα στενά και περιμένουν υπομονετικά την ευκαιρία. Περνάνε απαρατήρητοι. Δρουν αστραπιαία. Τα μόνα ίχνη που αφήνουν πίσω τους είναι θρυμματισμένα τζάμια. Είναι οι κλέφτες.

Κάθομαι απέναντί του. Καπνίζει το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, αδειάζει για πολλοστή φορά το ποτήρι του και μιλάει ελάχιστα. Είναι μόλις 21 χρόνων. Αυθάδης, νευρικός, τσαμπουκάς. Τον λένε Ομάρ – το όνομα αυτό δεν είναι πραγματικό, όπως όλα τα υπόλοιπα που αναφέρονται στη συνέχεια. Στο χέρι του έχει βαθιά χαραγμένα με μαχαίρι τρία γράμματα. ΜΑΤ. Είναι αρχικά λέξεων και σημαίνουν στα γαλλικά «Η μαμά πάνω απ’ όλα» («Μama Αvant Τout»).

Κατάγεται από μια πρώην γαλλική αποικία, βρίσκεται στην Ελλάδα παράνομα. Μετανάστευσε εδώ – και έμεινε. Όλο του το σώμα είναι γεμάτο σημάδια από μαχαιριές και καύτρες. Αλλά όλα αυτά είναι «παράσημα» που «κερδήθηκαν» στο παρελθόν. Απόψε δεν φαίνεται να τον απασχολούν. Τουλάχιστον προς το παρόν. Το μόνο που ενδιαφέρει τόσο τον ίδιο όσο και τους υπολοίπους είναι να αποφασίσουν ποιες ομάδες και σε ποιο μέρος θα χτυπήσουν αυτό το βράδυ. Σήμερα είναι Σάββατο, οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης θα βγουν να διασκεδάσουν, να μεθύσουν και θα αποτελέσουν τα τέλεια θύματα για τους κλέφτες, που απλώς θα είναι εκεί, θα παρακολουθούν και θα περιμένουν να αδράξουν την κατάλληλη ευκαιρία.

Φοράνε όλοι μαύρα. Τίποτα έντονο, τίποτα που να μπορεί να κινήσει υποψίες. Είναι περιποιημένοι, λεπτοί, ψηλοί, δεν έχουν τα χαρακτηριστικά του εξαθλιωμένου μετανάστη που εκλιπαρεί για μια θέση στον ήλιο του δυτικού πολιτισμού μας. Η όψη τους σε κάνει να μην πιστεύεις ότι πίσω τους κρύβουν μια σκοτεινή ζωή. Άλλωστε, μπήκαν στη «δουλειά» από ανάγκη και έμειναν διότι τους εξασφαλίζει πολύ περισσότερα από την επιβίωση. Δεν κουβαλάνε τσάντες ούτε πολλά χρήματα. Και σίγουρα όχι όπλα. Στις τσέπες, τα απολύτως απαραίτητα: τσιγάρα, κινητά, κλειδιά, μια τηλεκάρτα κι ένα μισοσπασμένο ψαλίδι. Τίποτα μεμπτό.

Αλλά τα κλειδιά τι τα θέλουν, εφόσον, για να μπουν στο σπίτι τους, το μόνο που χρειάζεται είναι να πηδήξουν μια μάντρα και να κλοτσήσουν με δύναμη μια μισογκρεμισμένη πόρτα; Και το χαλασμένο ψαλίδι; «Αυτά είναι όλα όσα χρειαζόμαστε για να ανοίξουμε την εξώπορτα μιας πολυκατοικίας και να σπάσουμε την κλειδαριά ή το τζάμι ενός αυτοκινήτου. Δεν είναι κάτι δύσκολο. Για τα καινούρια μοντέλα δεν χρειάζονται ούτε αυτά. Με λίγη δύναμη το τζάμι ανοίγει. Εσύ απλώς στριμώχνεις το χέρι σου στο εσωτερικό μέσα από το ελάχιστο κενό που δημιουργείται», με αποστομώνει ο Oμάρ.

Στα άδυτα της συμμορίας

Είναι ήδη περασμένα μεσάνυχτα. Όπως κάθε βράδυ, έτσι και σήμερα σε αυτό το δωμάτιο του έκτου ορόφου στο εγκαταλειμμένο σπίτι του κέντρου είναι συγκεντρωμένα γύρω από ένα μικρό τραπέζι περίπου δέκα με δεκαπέντε άτομα – όλοι τους μέλη της συμμορίας που σε λίγο θα ξεκινήσει δράση. Τρώνε με λαιμαργία, πίνουν, καπνίζουν και συζητούν μεγαλόφωνα μέσα σ’ ένα σύννεφο καπνού και υπό τους ήχους αραβικής μουσικής. Είναι όλοι νεαροί. O μεγαλύτερος δεν έχει ακόμη κλείσει τα τριάντα.

Τριγύρω το δωμάτιο είναι ανάστατο. Πεταμένα ρούχα και παπούτσια μπλέκονται με ηχοσυστήματα, τηλεοράσεις, κινητά τηλέφωνα και φορτιστές. Στους τοίχους γραμμένα συνθήματα, στιχάκια, το όνομα μιας γυναίκας, μιας χώρας. Αυτή θα μπορούσε να είναι η εικόνα μιας τυπικής νεανικής αντροπαρέας. Αλλά δεν είναι.

Αυτήν τη στιγμή μέσα στο φαινομενικά φτωχικό δωμάτιο υπάρχουν δύο περίστροφα, ένα κλομπ και μία καραμπίνα. Όλα κλεμμένα. Δεν είναι βέβαια μόνο αυτά. Υπάρχουν κι άλλα καλά κρυμμένα. Η συνήθης τακτική είναι να κρύβουν τα όπλα σε δημόσιους χώρους, συνήθως σε πάρκα, όχι πολύ μακριά από τον τόπο διαμονής τους, και σε μέρη στα οποία έχουν άμεση πρόσβαση. Ποτέ δεν κουβαλούν όπλο ή κάποιο αιχμηρό αντικείμενο μαζί τους. Θεωρείται εξαιρετικά επικίνδυνο. Εκτός κι αν έχει κανονιστεί μία από τις λεγόμενες «μάχες».

Τα συγκεκριμένα ραντεβού κλείνονται μόλις λίγη ώρα πριν. Κανείς δεν γνωρίζει τον ακριβή τόπο και χρόνο. Τα πάντα γίνονται αστραπιαία. Χτυπούν και φεύγουν. Γι’ αυτό και σπάνια υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες. Κι όταν υπάρχουν, δεν τολμάνε να μιλήσουν. Βασικός στόχος είναι η επίδειξη δύναμης, ενώ η αφορμή είναι ο τραυματισμός ή η προσβολή της τιμής κάποιου «δικού τους».

Το ίδιο συνέβη και λίγους μήνες πριν. Μια παρέα Αφγανών λογομάχησε με έναν Αλγερινό. Εκείνη τη στιγμή ο Αλγερινός δεν αντέδρασε και υποχώρησε, αλλά λίγες ημέρες αργότερα, όταν το συμβάν είχε ήδη ξεχαστεί, επανήλθε με ενισχύσεις. Το λεκτικό διαπληκτισμό διαδέχτηκαν μάχες σώμα με σώμα και προειδοποιητικές βολές στον αέρα.

Μία σφαίρα βρήκε κατά λάθος στο κεφάλι έναν εργαζόμενο από την Τυνησία, που, όπως δεκάδες άλλοι, παρακολουθούσε με περιέργεια τη συμπλοκή. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου και εξέπνευσε λίγες εβδομάδες αργότερα. Το περιστατικό αυτό απασχόλησε ελάχιστα τον Τύπο, ενώ καταχωρίστηκε ως μία ακόμη διαμάχη μεταξύ συμμοριών για τις πιάτσες των ναρκωτικών στο κέντρο της Αθήνας. Η αλήθεια ωστόσο είναι πολύ διαφορετική.

Όλα ξεκίνησαν όταν ένας από την παρέα των Αφγανών προσέβαλε τη μάνα του Αλγερινού. Αυτή η προσβολή πολλές φορές φαίνεται να είναι αρκετή για να ξεκινήσει άγρια βεντέτα ανάμεσα στις φυλές. Oι επόμενες ημέρες κύλησαν γεμάτες αγωνία. Ζει ή πέθανε ο Τυνήσιος; Μετά την είδηση του θανάτου του κανείς δεν αναφέρθηκε ξανά σε αυτό το περιστατικό και ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε από ποιο όπλο έφυγαν οι συγκεκριμένες σφαίρες. Αν και όλοι βαθιά μέσα τους γνωρίζουν τον ένοχο...

Επαγγελματίες εν δράσει

Βγαίνουμε στους δρόμους. Χωρίζονται σε τετράδες. Δύο μπροστά, δύο πίσω – και παραπίσω εγώ, «διακριτικά», με μια φωτογραφική μηχανή, ο φακός της οποίας κάθε άλλο παρά εξασφαλίζει διακριτικότητα. Έχω την εντύπωση ότι όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα πάνω τους σαν όλοι να γνωρίζουν ακριβώς τι πάνε να κάνουν. «Μην ανησυχείς. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για μας. Σήμερα οι περισσότεροι βγαίνουν για να διασκεδάσουν. Να συμπεριφέρεσαι κανονικά και όλα θα πάνε καλά», με συμβουλεύει ο Καντέρ. Τι ακριβώς σημαίνει «κανονικά» στη συγκεκριμένη περίπτωση και πώς θα πάνε όλα καλά όταν στην περιοχή υπάρχουν τόσοι αστυνομικοί; Η υπερένταση είναι μεγάλη.

Ακολουθώ πειθήνια, σχεδόν τυφλά. Περπατάνε άλλοτε γρήγορα, άλλοτε πιο αργά. Ρίχνουν κλεφτές ματιές μέσα σε αυτοκίνητα για τυχόν ξεχασμένα αντικείμενα. Τσάντες, πορτοφόλια, κινητά, ζακέτες, ραδιόφωνα. Oτιδήποτε μπορεί να πουληθεί έχει μέσα σε δευτερόλεπτα κλαπεί. Δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία το διερχόμενο πλήθος, ο φωτισμός του σημείου, η ύπαρξη ή όχι συναγερμού ή ακόμη και η παρουσία της αστυνομίας. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι η τιμή που μπορεί να πιάσει αργότερα, στην αγορά, το συγκεκριμένο αντικείμενο.

Η πρώτη ευκαιρία γι’ αυτό το βράδυ παρουσιάζεται σε κεντρική λεωφόρο της Αθήνας. Ένα αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού παρκάρει κι ένα ζευγάρι αποβιβάζεται. O οδηγός βάζει συναγερμό και μπαίνει με τη συνοδό του σε παρακείμενο εστιατόριο. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου δύο από τη συμμορία στήνονται στη γωνία του δρόμου. Κάνουν νόημα ότι υπάρχουν σεκιουριτάδες και πορτιέρηδες από τα κλαμπ της περιοχής. Νομίζοντας ότι θα εγκαταλείψουν την προσπάθεια, πάω να φύγω, όταν ο ήχος από τα τζάμια που σπάνε με αναγκάζει να επιστρέψω.

O συναγερμός χτυπάει για λίγο και μετά απλώς σιωπή. Πραγματικά, εκτός από τον υπόκωφο θόρυβο του τζαμιού που θρυμματίζεται, δεν ακούγεται τίποτε άλλο. Πλήθος κόσμου διέρχεται από το σημείο, όμως φαίνεται σαν κανείς να μην έχει αντιληφθεί το παραμικρό. Κι άλλωστε πού να μπλέκεις... O Oμάρ περνάει μέσα από το άνοιγμα στο εσωτερικό του αυτοκινήτου και βγάζει έξω οτιδήποτε βρίσκει. Oι κινήσεις τους είναι προσεκτικές και συντονισμένες. Σχεδόν χειρουργικές. Βάζουν τη λεία σε χάρτινα κιβώτια και σακούλες και την τοποθετούν δίπλα σε κάδους σκουπιδιών, ένα στενό παρακάτω. Αργότερα θα περάσουν να τα μαζέψουν. Αυτά μαζί με ό,τι άλλο κλέψουν αυτό το βράδυ. Φεύγοντας, περνάμε ανενόχλητοι μπροστά από τους σεκιουριτάδες.

Σε διάστημα λίγων μόνο ωρών η συμμορία διαπράττει δύο ληστείες και τρεις κλοπές. Μερικές φορές είναι βίαιοι, η βία είναι η δουλειά τους. Μία από τις πιο δημοφιλείς μεθόδους κλοπής είναι δύο άτομα να παραφυλάνε στο φανάρι και δύο να κρατάνε τσίλιες. Μόλις το φανάρι ανάψει κόκκινο και το αυτοκίνητο σταματήσει, ένας εκ των δύο μουρμουρίζει στον οδηγό κάτι, οτιδήποτε. Ταυτόχρονα ο δεύτερος ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού ή την πίσω πόρτα και, αφού πάρει από το εσωτερικό ό,τι υπάρχει, την κλείνει αθόρυβα και φεύγει. O πρώτος ευχαριστεί ευγενικά τον οδηγό για την πληροφορία (ή καλύτερα για τη λεία;) που του έδωσε και φεύγει ανενόχλητος. Κι όλα αυτά πριν ακόμη ανάψει το φανάρι πράσινο.

Περπατάμε ήδη αρκετές ώρες, κανείς ωστόσο δεν φαίνεται διατεθειμένος να επιστρέψει σπίτι. Έχουμε αλλάξει περιοχή, καθώς βασικός κανόνας είναι ότι ποτέ δεν γίνονται πάνω από δύο χτυπήματα στο ίδιο μέρος. Βέβαια, υπάρχουν και πολλοί που δεν έχουν την απαραίτητη ψυχραιμία. Δεν αντέχουν την πίεση και δρουν σπασμωδικά. Εκνευρίζονται, χρησιμοποιούν βία, επιτίθενται αναίτια σε πεζούς, σπάνε αυτοκίνητα και όλα αυτά χωρίς κάποιο απώτερο σκοπό.

Oι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται τώρα στη φυλακή. «Εγώ δεν θέλω να πάω στη φυλακή. Φοβάμαι. Περισσότερο τρομάζω όμως όταν αναγκάζομαι να μπω ολόκληρος μέσα στο αυτοκίνητο. Τότε η καρδιά μου πάει να σπάσει. Δεν έχω οπτική επαφή με το δρόμο κι αν γίνει κάτι δεν υπάρχει χρόνος και έξοδος διαφυγής», μου εκμυστηρεύεται ο Νάσερ.

Πού πουλιούνται τα κλοπιμαία

Κάπου στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας υπάρχει ένας δρόμος γεμάτος ευκαιρίες. Εδώ μπορεί να βρει κανείς κάθε λογής προϊόντα σε χαμηλές τιμές. Από κινητά τηλέφωνα τελευταίας τεχνολογίας, φορητούς υπολογιστές και μικροσυσκευές μέχρι ναρκωτικά και όπλα. Σε αυτόν το δρόμο η ζωή μοιάζει να μη σταματά ποτέ. Ή μάλλον σχεδόν ποτέ. Διότι, αν η αστυνομία κάνει την εμφάνισή της, ο χρόνος παγώνει. Oι περισσότεροι τρυπώνουν στις εισόδους των παρακείμενων πολυκατοικιών και περιμένουν εκεί έως ότου η περιπολία χαθεί στο επόμενο στενό για να εμφανιστούν ξανά και να συνεχίσουν τις παράνομες συνδιαλλαγές και τα παζάρια.

Εδώ τα κλισέ έχουν καταρριφθεί – αλλά η ζωή δεν υπακούει πάντα στην πολιτική ορθότητα. Όχι λοιπόν, η εγκληματικότητα δεν είναι αποκλειστική υπόθεση των ξένων, άλλωστε οι κλεπταποδόχοι είναι Έλληνες στη μεγάλη πλειονότητα. Κι επίσης όχι, δεν είναι όλοι οι ξένοι μέλη συμμοριών – αλλά, πάλι, υπάρχουν συμμορίες που τις συγκροτούν ξένοι. Απλά πράγματα που τα γνωρίζουν όλοι όσοι συναλλάσσονται εκεί όπου κυκλοφορούν τα κλεμμένα, όλη τη μέρα κι όταν νυχτώνει.

Μόνο αργά τη νύχτα το ανήσυχο πλήθος διαλύεται, ο θόρυβος της ημέρας κοπάζει και ο δρόμος ηρεμεί. Τουλάχιστον φαινομενικά. Γιατί αυτές τις ώρες μέσα στο σκοτάδι ένα διαφορετικό είδος συναλλαγών αρχίζει. Τώρα κάνουν την εμφάνισή τους οι κλέφτες. Είναι εκείνοι που προμηθεύουν τους μικροπωλητές με όλα τα προϊόντα, τα οποία λίγο νωρίτερα έχουν «απαλλοτριώσει» και τα οποία θα μεταπωληθούν λίγο αργότερα και με συνοπτικές διαδικασίες στο δρόμο αυτόν, που τον λένε στην ιδιόλεκτο της παραβατικότητας και «Χαραμία». Από τα αραβικά. Διότι στα αραβικά «χαράμ» σημαίνει «αμαρτία». «Χαράμι», ωστόσο, μπορεί να σημαίνει και «κλέφτης». Στην περίπτωσή μας, Χαραμία είναι η οδός Μενάνδρου. Όλα λοιπόν ξεκινούν και καταλήγουν στο δρόμο αυτόν, όπου κάθε επιθυμία μπορεί τόσο εύκολα να ικανοποιηθεί...

Η ώρα της μοιρασιάς

Η νυχτερινή εξόρμηση της συμμορίας συνεχίζεται. Ακολουθώ κατά πόδας, αλλά νιώθω να μην τους προλαβαίνω, έχουν ήδη απομακρυνθεί. Ξαφνικά ακούω σειρήνες περιπολικού και κάποιον να μου φωνάζει να φύγω γρήγορα. Τρέχω με όλη μου τη δύναμη. Τους βλέπω να φεύγουν μπροστά, να πηδάνε μάντρες και συρματοπλέγματα, να διασχίζουν κάθετα τη λεωφόρο και αναλογίζομαι πού βρίσκουν τόση αντοχή να συνεχίσουν, όταν εμένα με έχουν εγκαταλείψει οι δυνάμεις μου εδώ και ώρα. Αποφασίζω να επιστρέψω περπατώντας στο σπίτι-ορμητήριο. Είναι ήδη όλοι εκεί.

Πριν ακόμη προλάβουν να πάρουν ανάσα, ανοίγουν τις τσάντες και τα πορτοφόλια. Υπολογίζουν προσεγγιστικά την τιμή που θα πιάσουν τα κλοπιμαία, πόσα χρήματα αναλογούν στον καθένα. Κάποια αντικείμενα, κυρίως ρούχα που τους αρέσουν, τα κρατάνε οι ίδιοι. Άλλα θα τα στείλουν στην πατρίδα τους, ενώ όλα τα υπόλοιπα και τα πιο πολύτιμα θα μεταφερθούν σε λίγη ώρα στη Χαραμία. Εκεί η συνδιαλλαγή θα ολοκληρωθεί χέρι με χέρι και με συνοπτικές διαδικασίες οι κλέφτες θα ξεφορτωθούν όλα όσα θα μπορούσαν ενδεχομένως να τους ενοχοποιήσουν. Έπειτα θα πάρουν το δρόμο της επιστροφής. Μακριά πλέον από το δρόμο και τη ζωή των κλεφτών, θα αγοράσουν μπίρες και τσιγάρα και δεν θα διαφέρουν σε τίποτε από τους τελευταίους ξενύχτηδες του σαββατόβραδου.

Σε λίγες ώρες το μόνο που θα έχει απομείνει να μαρτυρά τη νυχτερινή αυτή δραστηριότητα θα είναι τα σπασμένα γυαλιά στο πεζοδρόμιο. Πολλοί πιθανώς θα πουν ότι άκουσαν τα τζάμια να θρυμματίζονται. Άλλοι θα ισχυριστούν ότι παρατήρησαν κάποιους να τριγυρνάνε στους δρόμους ύποπτα. Στην πραγματικότητα κανείς δεν άκουσε και δεν είδε το παραμικρό. Ή καλύτερα κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να ακούσει και να δει το παραμικρό.

Κανείς δεν υποψιάζεται ότι μέσα σε αυτή την πόλη κρύβεται μια άλλη, το ίδιο ζωντανή και δυναμική, ωστόσο πολύ πιο επικίνδυνη. Κι όσο οι κάτοικοι αυτής της πόλης θα κοιτάζουν γύρω τους καχύποπτα, θα φοβούνται και θα οχυρώνονται πίσω από διπλοκλειδωμένες πόρτες, κάποιες φιγούρες κρυμμένες στο μισοσκόταδο θα περιμένουν υπομονετικά την ευκαιρία...

Το έγκλημα με αριθμούς

Σύμφωνα με στοιχεία της Διεύθυνσης Δημόσιας Ασφάλειας της ΕΛ.ΑΣ., το α’ εξάμηνο του 2009 ιδιαίτερα υψηλά είναι τα ποσοστά συμμετοχής των αλλοδαπών δραστών στα εξιχνιασθέντα εγκλήματα. Πιο συγκεκριμένα:

Στις ληστείες 49,46% (έναντι 50,54% συμμετοχής των ημεδαπών)

Στις κλοπές - διαρρήξεις 50,87%

Στις ανθρωποκτονίες 37,57%

Στους βιασμούς 48,36%

Στα εγκλήματα της σεξουαλικής εκμεταλλευσης το ποσοστό συμμετοχής ξεπερνά τους ημεδαπούς δράστες 55,13%

Σχεδόν αποκλειστικότητα στη δράση παρουσιάζουν οι αλλοδαποί:

Στην παραχάραξη 98,78%

Στις πλαστογραφίες 95,68%

και στις παραβάσεις πνευματικής ιδιοκτησίας 97,82%

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου