Του ΝΙΚΟΥ ΒΟΥΤΣΗ*
Ο δρόμος για την κόλαση της πραγματικής χρεοκοπίας είναι σπαρμένος με διαδοχικούς θριάμβους την τελευταία διετία. ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. επιδίδονται σε μια ανούσια πολιτική αντιπαράθεση για το ποιος πρώτος μίλησε περί ευρωομολόγου, ενώ συνειδητά αποκρύπτουν ότι εξόρκιζαν ακόμα και την οποιαδήποτε αναδιάρθρωση με επίκεντρο τη διαγραφή έστω και μέρους του χρέους με επικοινωνιακές πατριωτικές κορώνες του επιπέδου «εμείς θα πληρώσουμε μέχρι και το τελευταίο ευρώ που χρωστάμε».
Ακόμη και τώρα, όταν πληθαίνουν οι δημόσια εκφρασμένες απόψεις..
παραγόντων των διεθνών οικονομικών ελίτ που ισχυρίζονται ότι θα έπρεπε η πρόσφατη συμφωνία των Βρυξελλών να εδράζεται ή να οδηγεί σε διαγραφή τουλάχιστον του μισού του ελληνικού χρέους, ακόμη και τώρα, η κοινή ατζέντα αντιπαράθεσης και ουσιαστικής συναίνεσης του δικομματισμού αρθρώνεται σε τριτεύοντα ζητήματα περί της «χημείας» των ασκούμενων πολιτικών, στο πεδίο, πάντα, των περαιτέρω φορολογικών διευκολύνσεων για το κεφάλαιο.
Χωρίς αμφιβολία, η διεθνής διάσταση της κρίσης, που είχε και έχει αναμφισβήτητα συστημική μορφή και εγκυμονεί πραγματικές παγκόσμιες αντιπαραθέσεις, επιβεβαιώνει την ανάλυση της αριστεράς, ιδιαίτερα της δικής μας αριστεράς, για τη φύση της κρίσης χρέους της Ελλάδας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και για τη στρατηγική διαχείρισης εκ μέρους των αγοραίων και πολιτικών νεοφιλελεύθερων ελίτ των προγραμμάτων για τη δήθεν υπέρβαση της κρίσης.
Υπάρχουν δύο, τουλάχιστον, «σχολές» στην ελληνική κυβέρνηση για την πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση της δραματικής φάσης, την οποία διανύουμε, με ανοιχτά, κατά κοινή ομολογία, όλα τα ενδεχόμενα: Η εμπροσθοφυλακή της κυβερνητικής πολιτικής εμφανίζεται να εμπιστεύεται και να επενδύει στη δυνατότητα θετικής υπέρβασης -προφανώς υπέρ του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας- της διεθνούς κρίσης, μια εξέλιξη «σταθεροποίησης» και νέων ισορροπιών ανάμεσα στις παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις, με την Ε.Ε. να αποφεύγει το ντόμινο των κρίσεων χρέους στις μεγαλύτερες χώρες-μέλη. Εν αναμονή, λοιπόν, αυτής της εξέλιξης, όλοι ομνύουν στην ανάγκη συνέπειας, πειθάρχησης, τυφλής υπακοής σε ό,τι λένε τα διαδοχικά μνημόνια, αλλά και σε όσα επίσης δεν λένε τα μνημόνια. Βαφτίζονται οι ασκούμενες πολιτικές ως μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές, αρκεί να συντείνουν στην ακραία φτωχοποίηση και τον τέλειο κατακερματισμό της κοινωνίας. Το ντελίριο του νεοφιλελεύθερου πάθους που έχει καταλάβει τους ενθουσιώδεις υπουργούς, μαζί με πλειάδα δημοσιογράφων, οικονομικών παραγόντων και πανεπιστημιακών, συνοψίζεται στην κεντρική αντίληψη ότι όλη η 35ετία της πρώτης και της ύστερης μεταπολίτευσης είχε ανεχθεί ή και εγκαθιδρύσει ένα ιδιότυπο σοβιετικό καθεστώς με ιδεολογική ηγεμονία των δυνάμεων της αριστεράς(!) και με συστηματική καταπίεση της επιχειρηματικότητας, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της ελευθερίας στα ΑΕΙ και της αφόρητης συμπίεσης των αγορών και των επαγγελμάτων. Ότι εν τέλει τα μνημόνια είναι ή μπορεί να γίνουν ο εμβρυουλκός για τον (χαμένο) εκσυγχρονισμό που δεν άφησαν τον Σημίτη να ολοκληρώσει.
Βεβαίως, υπάρχει και η δεύτερη «σχολή σκέψης», το ίδιο κυνική, αλλά σαφώς πιο ρεαλιστική, καθώς αρκετοί κυβερνητικοί και εν γένει δημόσιοι παράγοντες αναγνωρίζουν, ως αντικοινωνικό, ή ακόμα και λαθεμένα επιβληθέντα, τον σχεδιασμό των πολιτικών του Μνημονίου. Πλην όμως, με ή χωρίς ιδιοτέλεια, θεωρούν ότι μόνο το ΠΑΣΟΚ μπορεί να ηγηθεί και να βγάλει σε πέρας αυτή τη μεταβατική περίοδο. Αυτή η άποψη θεωρεί ότι μια τέτοια σκληρή αντικοινωνική πολιτική θα βρει μεγάλες αντιστάσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στον λαϊκό κόσμο που ψήφιζε το ΠΑΣΟΚ, αλλά ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση, ότι η σωρεία των λαθών μπορεί να αντιμετωπίζεται σε εσωτερικές ανθρωποθυσίες, ότι, τελικά, «πάση θυσία» θα πρέπει η κυβέρνηση να μακροημερεύσει, κινούμενη ακόμα και στα ακραία όρια της συνταγματικής δημοκρατικής τάξης ή και έξω από αυτά. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι από αυτήν την πλευρά διαρρέουν συνεχώς «ειδήσεις» για επερχόμενες σκληρές συγκρούσεις, που πρέπει να αντιμετωπιστούν ακόμα πιο σκληρά από τις δυνάμεις καταστολής, με νέα μέσα και χωρίς ίχνος δισταγμού, κάτι δηλαδή σαν το δόγμα της μηδενικής ανοχής. Ότι, επίσης, στοχοποιούνται πολιτικοί χώροι που αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση με προφανή στόχο να μετασχηματιστεί η τρομολαγνεία σε νέα φοβικά σύνδρομα ώστε να αναδιπλωθούν τα πολύμορφα κινήματα, με αιχμή αυτό των κοινωνικά «αγανακτισμένων» και αφυπνισμένων πολιτών.
Η ανατροπή του πολιτικού σκηνικού, πριν ή μετά τις εκλογές, όποτε κι αν γίνουν, προϋποθέτει και θα οδηγήσει σε κοινωνικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις πρωτοφανούς σκληρότητας, σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένου αυτού της ιδεολογίας και των αξιών, όπως επίσης και αυτού των διεθνών αναφορών, μέσα σε έναν κόσμο που συνταράσσεται από τις αβεβαιότητες που εγκυμονούν, όμως, τη θετική ανατροπή των νεοφιλελεύθερων καπιταλιστικών βεβαιοτήτων που οδήγησαν στην κρίση.
Η πρόσκληση-πρόκληση της ριζοσπαστικής αριστεράς για πλατιά μέτωπα κοινωνικής αντίστασης και πολιτικής πρωτοβουλίας, με στόχο την ανατροπή της πολιτικής των μνημονίων, θέτει επί τάπητος για δημόσια συζήτηση, για πιθανές ανασυνθέσεις, αλλά και για τη διερεύνηση συγκλίσεων όχι μόνο τις εναλλακτικές προτάσεις της αριστεράς για το χρέος σε ευρωπαϊκή ή εθνική, μάλιστα, κλίμακα, αλλά το σύνολο των παραγόντων και των πεδίων που έχουν ανοιχτεί μέσα από την παράταση και την όξυνση της κρίσης του συστήματος. Αυτή η αναγκαία ενωτική δράση της αριστεράς θα αποδεσμεύει και θα εμπνέει πολίτες που μέχρι τώρα ήταν για χρόνια εγκλωβισμένοι στο δικομματισμό και τα πολιτικά του στερεότυπα. Ξεκινώντας από την αντίσταση στα συγκεκριμένα μέτρα, θα συνειδητοποιείται μαζικά η ανάγκη να αμφισβητηθεί η ίδια η αρχιτεκτονική της Ε.Ε. και των οργανισμών, όχι μόνο των περίφημων «οίκων», που καθοδηγούν, υπέρ του κεφαλαίου, τον πόλεμο εναντίον των δυνάμεων της εργασίας.
* Ο Νίκος Βούτσης είναι μέλος της Π.Γ. του ΣΥΝ
Ο δρόμος για την κόλαση της πραγματικής χρεοκοπίας είναι σπαρμένος με διαδοχικούς θριάμβους την τελευταία διετία. ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. επιδίδονται σε μια ανούσια πολιτική αντιπαράθεση για το ποιος πρώτος μίλησε περί ευρωομολόγου, ενώ συνειδητά αποκρύπτουν ότι εξόρκιζαν ακόμα και την οποιαδήποτε αναδιάρθρωση με επίκεντρο τη διαγραφή έστω και μέρους του χρέους με επικοινωνιακές πατριωτικές κορώνες του επιπέδου «εμείς θα πληρώσουμε μέχρι και το τελευταίο ευρώ που χρωστάμε».
Ακόμη και τώρα, όταν πληθαίνουν οι δημόσια εκφρασμένες απόψεις..
παραγόντων των διεθνών οικονομικών ελίτ που ισχυρίζονται ότι θα έπρεπε η πρόσφατη συμφωνία των Βρυξελλών να εδράζεται ή να οδηγεί σε διαγραφή τουλάχιστον του μισού του ελληνικού χρέους, ακόμη και τώρα, η κοινή ατζέντα αντιπαράθεσης και ουσιαστικής συναίνεσης του δικομματισμού αρθρώνεται σε τριτεύοντα ζητήματα περί της «χημείας» των ασκούμενων πολιτικών, στο πεδίο, πάντα, των περαιτέρω φορολογικών διευκολύνσεων για το κεφάλαιο.
Χωρίς αμφιβολία, η διεθνής διάσταση της κρίσης, που είχε και έχει αναμφισβήτητα συστημική μορφή και εγκυμονεί πραγματικές παγκόσμιες αντιπαραθέσεις, επιβεβαιώνει την ανάλυση της αριστεράς, ιδιαίτερα της δικής μας αριστεράς, για τη φύση της κρίσης χρέους της Ελλάδας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και για τη στρατηγική διαχείρισης εκ μέρους των αγοραίων και πολιτικών νεοφιλελεύθερων ελίτ των προγραμμάτων για τη δήθεν υπέρβαση της κρίσης.
Υπάρχουν δύο, τουλάχιστον, «σχολές» στην ελληνική κυβέρνηση για την πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση της δραματικής φάσης, την οποία διανύουμε, με ανοιχτά, κατά κοινή ομολογία, όλα τα ενδεχόμενα: Η εμπροσθοφυλακή της κυβερνητικής πολιτικής εμφανίζεται να εμπιστεύεται και να επενδύει στη δυνατότητα θετικής υπέρβασης -προφανώς υπέρ του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας- της διεθνούς κρίσης, μια εξέλιξη «σταθεροποίησης» και νέων ισορροπιών ανάμεσα στις παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις, με την Ε.Ε. να αποφεύγει το ντόμινο των κρίσεων χρέους στις μεγαλύτερες χώρες-μέλη. Εν αναμονή, λοιπόν, αυτής της εξέλιξης, όλοι ομνύουν στην ανάγκη συνέπειας, πειθάρχησης, τυφλής υπακοής σε ό,τι λένε τα διαδοχικά μνημόνια, αλλά και σε όσα επίσης δεν λένε τα μνημόνια. Βαφτίζονται οι ασκούμενες πολιτικές ως μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές, αρκεί να συντείνουν στην ακραία φτωχοποίηση και τον τέλειο κατακερματισμό της κοινωνίας. Το ντελίριο του νεοφιλελεύθερου πάθους που έχει καταλάβει τους ενθουσιώδεις υπουργούς, μαζί με πλειάδα δημοσιογράφων, οικονομικών παραγόντων και πανεπιστημιακών, συνοψίζεται στην κεντρική αντίληψη ότι όλη η 35ετία της πρώτης και της ύστερης μεταπολίτευσης είχε ανεχθεί ή και εγκαθιδρύσει ένα ιδιότυπο σοβιετικό καθεστώς με ιδεολογική ηγεμονία των δυνάμεων της αριστεράς(!) και με συστηματική καταπίεση της επιχειρηματικότητας, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της ελευθερίας στα ΑΕΙ και της αφόρητης συμπίεσης των αγορών και των επαγγελμάτων. Ότι εν τέλει τα μνημόνια είναι ή μπορεί να γίνουν ο εμβρυουλκός για τον (χαμένο) εκσυγχρονισμό που δεν άφησαν τον Σημίτη να ολοκληρώσει.
Βεβαίως, υπάρχει και η δεύτερη «σχολή σκέψης», το ίδιο κυνική, αλλά σαφώς πιο ρεαλιστική, καθώς αρκετοί κυβερνητικοί και εν γένει δημόσιοι παράγοντες αναγνωρίζουν, ως αντικοινωνικό, ή ακόμα και λαθεμένα επιβληθέντα, τον σχεδιασμό των πολιτικών του Μνημονίου. Πλην όμως, με ή χωρίς ιδιοτέλεια, θεωρούν ότι μόνο το ΠΑΣΟΚ μπορεί να ηγηθεί και να βγάλει σε πέρας αυτή τη μεταβατική περίοδο. Αυτή η άποψη θεωρεί ότι μια τέτοια σκληρή αντικοινωνική πολιτική θα βρει μεγάλες αντιστάσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στον λαϊκό κόσμο που ψήφιζε το ΠΑΣΟΚ, αλλά ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση, ότι η σωρεία των λαθών μπορεί να αντιμετωπίζεται σε εσωτερικές ανθρωποθυσίες, ότι, τελικά, «πάση θυσία» θα πρέπει η κυβέρνηση να μακροημερεύσει, κινούμενη ακόμα και στα ακραία όρια της συνταγματικής δημοκρατικής τάξης ή και έξω από αυτά. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι από αυτήν την πλευρά διαρρέουν συνεχώς «ειδήσεις» για επερχόμενες σκληρές συγκρούσεις, που πρέπει να αντιμετωπιστούν ακόμα πιο σκληρά από τις δυνάμεις καταστολής, με νέα μέσα και χωρίς ίχνος δισταγμού, κάτι δηλαδή σαν το δόγμα της μηδενικής ανοχής. Ότι, επίσης, στοχοποιούνται πολιτικοί χώροι που αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση με προφανή στόχο να μετασχηματιστεί η τρομολαγνεία σε νέα φοβικά σύνδρομα ώστε να αναδιπλωθούν τα πολύμορφα κινήματα, με αιχμή αυτό των κοινωνικά «αγανακτισμένων» και αφυπνισμένων πολιτών.
Η ανατροπή του πολιτικού σκηνικού, πριν ή μετά τις εκλογές, όποτε κι αν γίνουν, προϋποθέτει και θα οδηγήσει σε κοινωνικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις πρωτοφανούς σκληρότητας, σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένου αυτού της ιδεολογίας και των αξιών, όπως επίσης και αυτού των διεθνών αναφορών, μέσα σε έναν κόσμο που συνταράσσεται από τις αβεβαιότητες που εγκυμονούν, όμως, τη θετική ανατροπή των νεοφιλελεύθερων καπιταλιστικών βεβαιοτήτων που οδήγησαν στην κρίση.
Η πρόσκληση-πρόκληση της ριζοσπαστικής αριστεράς για πλατιά μέτωπα κοινωνικής αντίστασης και πολιτικής πρωτοβουλίας, με στόχο την ανατροπή της πολιτικής των μνημονίων, θέτει επί τάπητος για δημόσια συζήτηση, για πιθανές ανασυνθέσεις, αλλά και για τη διερεύνηση συγκλίσεων όχι μόνο τις εναλλακτικές προτάσεις της αριστεράς για το χρέος σε ευρωπαϊκή ή εθνική, μάλιστα, κλίμακα, αλλά το σύνολο των παραγόντων και των πεδίων που έχουν ανοιχτεί μέσα από την παράταση και την όξυνση της κρίσης του συστήματος. Αυτή η αναγκαία ενωτική δράση της αριστεράς θα αποδεσμεύει και θα εμπνέει πολίτες που μέχρι τώρα ήταν για χρόνια εγκλωβισμένοι στο δικομματισμό και τα πολιτικά του στερεότυπα. Ξεκινώντας από την αντίσταση στα συγκεκριμένα μέτρα, θα συνειδητοποιείται μαζικά η ανάγκη να αμφισβητηθεί η ίδια η αρχιτεκτονική της Ε.Ε. και των οργανισμών, όχι μόνο των περίφημων «οίκων», που καθοδηγούν, υπέρ του κεφαλαίου, τον πόλεμο εναντίον των δυνάμεων της εργασίας.
* Ο Νίκος Βούτσης είναι μέλος της Π.Γ. του ΣΥΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου